- συνεργήτης
- ὁ, Α [συνεργῶ]φρ. «συνεργήτης λαός» — πλήθος από ανθρώπους που κάνουν την ίδια δουλειά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεργήτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργητικός — ή, ό / συνεργητικός, ή, όν, ΝΑ [συνεργήτης] αυτός που συνεργεί, που συντελεί σε κάτι νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η συνεργητική (κοινων. φιλοσ.) θεωρία τών φαινομένων συνεργίας ή σύμπραξης τόσο στη φύση, ανόργανη και οργανική, όσο και στην κοινωνία,… … Dictionary of Greek
συνεργήτω — συνεργέω work together with pres imperat act 3rd sg (doric aeolic) συνεργέω work together with pres imperat act 3rd sg (doric aeolic) συνεργήτης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)